λαμπεράδα

λαμπεράδα
η [λαμπερός]
λαμπρότητα, στιλπνότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμπεράδα — η η λαμπρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αργυροφεγγής — ές ἀργυροφεγγής ( οῡς), ές (AM) αυτός που φέγγει σαν άργυρος, που έχει ασημένια λαμπεράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + φεγγής < φέγγος] …   Dictionary of Greek

  • καθαρότητα — και καθαρότη, η (AM καθαρότης) [καθαρός] 1. η ιδιότητα τού καθαρού, καθαριότητα 2. διαύγεια, αιθρία, λαμπεράδα (α. «καθαρότητα τής ατμόσφαιρας» β. «ἧπερ ἀὴρ τε ὕδατος ἀφέστηκε καὶ αἰθὴρ ἀέρος πρὸς καθαρότητα», Πλάτ.) 2. (για μέταλλα κ.ά. ύλες) η… …   Dictionary of Greek

  • λαμπιράδα — η [λαμπιρός] η λαμπεράδα …   Dictionary of Greek

  • λαμπυράδα — η [λαμπυρός] ακτινοβολία, λαμπεράδα …   Dictionary of Greek

  • στιλπνότητα — η γυαλάδα, λαμπεράδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”